κραιπαλώδης

κραιπαλώδης
κραιπαλώδης
given to drunkenness
masc/fem acc pl (attic epic doric)
κραιπαλώδης
given to drunkenness
masc/fem nom/voc pl (doric aeolic)
κραιπαλώδης
given to drunkenness
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κραιπαλώδης — ες (Α κραιπαλώδης, ῶδες) αυτός που έχει παραδοθεί στη μέθη, ο μέθυσος. επίρρ... κραιπαλωδώς (Α κραιπαλωδῶς) με συμπεριφορά μεθυσμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραιπάλη + κατάλ. ώδης] …   Dictionary of Greek

  • κραιπαλῶδες — κραιπαλώδης given to drunkenness masc/fem voc sg κραιπαλώδης given to drunkenness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • κραιπάλη — η (AM κραιπάλη) υπερβολική μέθη («μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλη καὶ μέθη καὶ μερίμναις βιοτικαῑς», ΚΔ) νεοελλ. 1. ακόλαστη ζωή 2. αλόγιστη σπατάλη αρχ. 1. κρασοκατάνυξη 2. πονοκέφαλος που οφείλεται σε υπερβολική οινοποσία («ὁκόσοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”